top of page

Νικόλας Άσιμος: Ο «μπαγάσας» έφυγε νωρίς...

  • Writer: emmanouelphotos
    emmanouelphotos
  • Jan 20, 2014
  • 5 min read

«Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μια ενοχλητική μύγα στη μύτη του κόσμου» θα γράψουν για εκείνον. Ναι ήταν ενοχλητικός για το σύστημα της εποχής, της κάθε εποχής που θέλει ανθρώπους μαριονέτες.

Θυμάμαι όταν ακόμα ο αδελφός μου ο Μανώλης σπούδαζε στην Αθήνα δεκαετία του 80 και είχε πάρει μια κασέτα με τραγούδια του από τον ίδιο τον Άσιμο στα εξάρχεια…έτσι μάθαμε τον Νικόλα…

Βρέθηκε κρεμασμένος σε μια σωλήνα καλοριφέρ του σπιτιού του, που ο ίδιος ονόμαζε «χώρο προετοιμασίας». Μετά τον θάνατο ήρθε και η αναγνώριση, τα αφιερώματα, η υστεροφημία. Μέχρι τότε...; Ήταν ο αλλόκοτος καλλιτέχνης, που τριγυρνούσε στους δρόμους των Εξαρχείων, φόβιζε τον κόσμο και μιλούσε για κάτι Κροκανθρώπους που δύσκολα μπορούσε να κατανοήσει ο μέσος νους. Για του κνίτες της εποχής του Πολυτεχνείου ήταν ο «χαφιές», για τους αναρχικούς ο «συμβιβασμένος», για την αστυνομία ο «επικηρυγμένος». Για τους λίγους δικούς του, ομοϊδεάτες Αγίους των Εξαρχείων, ο ανένταχτος, ο χειμαρρώδης και ο αχαλιναγώγητος.

Ήξερε ότι διαφέρει από τον μέσο άνθρωπο. «Είμαι αυτοεξόριστος, διαφορετικός», είχε εξομολογηθεί. 15 χρονών γράφει τους πρώτους του στίχους. Δεν είχε φίλους, δεν ήταν καλός μαθητής, δεν του άρεσε να ακολουθεί τις επιταγές της κοινωνίας. «Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά», έλεγε η μητέρα του για τον πρωτότοκό της. Αποφασίζει να φοιτήσει στη Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ, την οποία εγκατέλειψε λίγο πριν πάρει το πτυχίο του. Εκεί στο υπόγειο της σχολής σε ηλικία μόλις 21 ετών, οργανώνει τη δική του «απαγορευμένη» θεατρική ομάδα. Εκείνος ήθελε να παίξει και να σκηνοθετήσει, η αστυνομία να τη διαλύσει. Τελικά συνέβη το δεύτερο...

Μέσα από τα τραγούδια του γύρευε «ανυπότακτες ματιές». Έγραφε στίχους από εκείνους που βάλλουν εναντίον του κατεστημένου. Ηχογραφούσε τα τραγούδια του σε «απαγορευμένες κασέτες», όπως ο ίδιος τις είχε ονομάσει, κάπνιζοντας άφιλτρα τσιγάρα και πίνοντας κονιάκ.

Ήταν ένας επαναστάτης που ήθελε να αλλάξει όλον τον κόσμο, την ίδια στιγμή που αδυνατούσε να σώσει τον εαυτό του. Την περίοδο της Χούντας μπαινόβγαινε στις φυλακές. Λίγο αργότερα γράφει το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», το οποίο μοιράζει ο ίδιος στους περαστικούς σε φωτοτυπημένα αντίγραφα. Έμενε στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο που είχε φτιάξει. Το 1987 κατηγορείται για τον βιασμό μίας κοπέλας και οδηγείται στο ψυχιατρείο. Υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ. Τα μισούσε τα «τρελάδικα». Έτσι τα ονόμαζε. «Τον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία», δηλώνει μόλις βγει από την κλινική.

Του κόλλησαν την ταμπέλα του «τρελού», του «ψυχάκια», του «γραφικού». Εγωιστή και μισογύνη τον χαρακτήριζαν, όσοι είχαν ζήσει μαζί του. Αλλά με βαθιά αίσθηση της ελευθερίας. Ιδεολογικά ήταν κατά του μιλιταρισμού. Του άρεσε επίσης να βασανίζει γάτες. Δήλωνε άθεος. (μετά από δική του προτροπή η ταυτότητά του στο μέρος της θρησκείας ανέγραφε: "Άνευ Θρησκεύματος»). Δεν έμαθε ποτέ να οδηγεί. «Διαμέσου της ακινησίας ταξιδεύεις παντού» είχε πει μια μέρα, καθισμένος στη μέση ενός δρόμου. Έκανε συνολικά δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Η τρίτη, ήταν και η μοιραία.

Χαρακτηριστική του ατίθασου χαρακτήρα του, της μαχητικότητας που τον διέκρινε και των απόψεων του περί ισότητας και ελευθερίας, η φράση του: «Όταν άκουσα τον Παπαδόπουλο να λέει “θα πατάξωμεν την αναρχία” αποφάσισα να γίνω η αναρχία που δεν πατάσσεται ποτέ. Γιατί η αναρχία είναι η αρχή του τέλους και το τέλος της αρχής, και δεν είναι ουτοπία». Ο Στέλιος Καζαντζίδης του αφιέρωσε κάποια στιγμή το τραγούδι «ο φίλος μας» και δηλώσε: «Το τραγούδι αυτό, είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».

Όλη του τη ζωή -αυτή τη σύντομη- βίωσε έναν ακήρυχτο πόλεμο που τον οδήγησε στο περιθώριο. Θύμα ή θύτης; Το σίγουρο είναι πως τον αντιμετώπιζαν ως τον παρανοϊκό των δρόμων. Ακόμη όμως και «το παραλήρημα κάτι θέλει να πει...», είχε πει κάποτε ένας κορυφαίος ψυχίατρος. Τον άκουσε κανείς...; Ήταν το σύστημα ή η τρέλα του που τον οδήγησαν στην αυτοχειρία; Πλήρωσε τον δονκιχωτισμό του με την ίδια του τη ζωή; Τι θα έκανε σήμερα αν ζούσε; Θα άντεχε το... λίγο του κόσμου; Και άλλο ένα ερώτημα που δεν θα απαντηθεί ποτέ. Εκεί ψηλά λέτε να βρήκε τελικά τους Κροκανθρώπους του...; Αυτοί θα τον καταλάβαιναν, θα τον αγκάλιαζαν με θέρμη και θα σιγοτραγουδούσαν μαζί του τον «μπαγάσα»...

Tι ήταν τελικά ο Νικόλας Άσιμος; Αναρχικός, αντιεξουσιαστής, τρομοκράτης, μαρξιστής, ρεφορμιστής, οπορτουνιστής, κομμουνιστής, περιθωριακός, απροσάρμοστος, γραφικός, τρελός, ανισσόροπος, σχιζοφρενής, βλαμένος, παρανοϊκός, ονειροπαρμένος, στιχουργός, συνθέτης, φιλόσοφος, ηθοποιός, τραγουδοποιός, δημιουργός, αυθεντικός, μουσική διάνοια, ...κροκάνθρωπος ή τίποτε από όλα αυτά; Λέγεται ότι όταν ο Άσιμος πήγε στον παράδεισο (γιατί εκεί κατέληξε τελικά ο Νικόλας), οι Άγγελοι τον ρώτησαν: «Επειδή είμαστε χαρμάνια μήπως έχεις μαζί σου καμιά ψιλή για να την βρούμε;». Και αυτός τους απάντησε: «Είμαι τελείως ξερός, αλλά δεν πειράζει μπορώ να σας την τραγουδήσω!». Και πιάνει την κιθάρα του και αρχινά να παίζει:

Μπαλωματής δεν ήμουνα, μήτε και πολιτζμάνος κωδωνοκρούστης θα 'πρεπε, ντε και καλά ρουφιάνος. Να βαρώ τα σήμαντρα διά τους ευσεβείς παίρνοντας κι επίδομα ως κουδουνιστής. Θεέ μου πολυέλεε μου τα 'κανες κουδούνια.

Θα το 'θελες μαμάκα μου, να είχα πάει στρατιώτης, να είχα τα πτυχία μου, να γίνω κι εργοδότης. Να 'χα και μια σύζυγο, μία με σουτιέν, να 'χα κι αυτοκίνητο μία citroen. Δουλειά δεν είχες, διάλοε, γαμούσες τους γονέους.

Αγία Κατανάλωση, μην πας να με κουφάνεις, η φρίκη είναι όμορφη, κι εμένα δε με πιάνεις. Τα δεκαεξάχρονα κι αν εξευμενείς, Με τρυπάρες και υγρά, θα στη φέρουνε. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννάν οι κότες...

Kαι στήσαν χορό οι Άγγελοι με ζουρνάδες και νταούλια με τον Άσιμο στη μέση να τους δίνει τον ρυθμό χορεύοντας και τραγουδώντας για τρεις μέρες και για τρεις νύχτες... Μέχρι που φύτρωσαν στην πλάτη του φτερά από την εξάντληση! Από τότε τον βάφτισαν Αρχάγγελο Μεταφουρφούριο και τον έχουν μη στάξει και μη βρέξει.

Του Γιώργου Ανδρέου

Τον ήξερα, τον είχα γνωρίσει σε συναυλίες του στα φοιτητικά φεστιβάλτης Θεσσαλονίκης, αρχές του ¨80. Βόρειος κι αυτός, σαν εμένα, με το ένα αυτί στη ροκ και τ' άλλο στη δημοτικολαϊκή ηχώ. Δύσκολος (όχι "δύσκολος"), αρνί στην καθημερινότητα του, μαζί και λύκος, «αρνόλυκος». Η Μουσική υπήρξε η Διοτίμα του, συγχρόνως ελιξίριο και φαρμάκι. Τον φαρμάκωνε η σκληρότητα που διάβαζε στα μάτια των απέναντι, η δυσπιστία τους, η σιωπηλή απαξίωση του τρόπου του, ο χλευασμός. Λυσσούσε, τους έφτυνε κατάμουτρα την τέχνη του, τους πυροβολούσε με τραγούδια. Αναρχικός; Δεν μπορώ να πω. Χίππης; Δεν ορκίζομαι. Βαρβάτος στιχουργός, απρόβλεπτος, υψιπετής και σκοτεινό υπόγειο; Αυτό ναι, σίγουρα. Και μελωδός, του χρωστάμε μερικές από τις ωραιότερες μουσικές τραγουδιών. Αν ήξερε, αν ένιωθε την αξία του; Ναι, το δίχως άλλο. Αν μπορούσε να τη «διαχειριστεί»; Κάθετα όχι, δεν τον ενδιέφερε άλλωστε, ήθελε να γράφει και να τραγουδά, τόσο απλά. Άν τον αγαπούσαν περισσότερο, αν δεν τον πλήγωναν, αν δεν τον παρεξηγούσαν -θα άντεχε, θα μακροημέρευε; Ίσως. Ίσως όχι. Τί σημασία έχει πιά; Καθένας έχει το όριο θραύσης του - «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Έγραψε ιστορία, δική του κι όλων μας ο Άσιμος, ο κατά μουσικήν σαλός. Υποκλινόμαστε...

...«Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να πλακώνονται στις μπουνιές. Ποτέ όμως δε χρησιμοποιούν τη σπιουνιά, τους μπάτσους ή άλλα συγγενή ζώα για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία των ανθρώπων που δεν είναι δυστυχώς ζώα. Η κοινωνία των ανθρώπων είναι σιχαμερή. Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων. Όχι όλων. Αυτών που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ανθρώπινες συνήθειες.».... Νικόλαος Άσιμος το σι με γιώτα…!

Αποσπάσματα από τη Φανή Πλατσατούρα

Emmanouel 2014

Comments


bottom of page